Πώς αντιμετωπίζονται μέχρι σήμερα από το Δημόσιο τα αιτήματα για εξωδικαστικό συμβιβασμό
Έχουν περάσει αισίως σχεδόν 4 μήνες από τότε που ξεκίνησαν για πρώτη φορά να ανατίθενται στους Συντονιστές του νόμου 4469/2017 υποθέσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, οι οποίες με τις κατά γενική ομολογία ευνοϊκές διατάξεις του νόμου, επιθυμούν να ανασυγκροτηθούν οικονομικά, διευθετώντας τις οφειλές τους και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις επιδιώκοντας και κούρεμα αυτών. Δυστυχώς, μια σημαντική μερίδα προσώπων, και ειδικά ατομικών επιχειρήσεων, είδαν τον νόμο αυτόν σαν έναν ακόμη νόμο αυτοματοποιημένης ρύθμισης οφειλών σε πολλές δόσεις. Η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική, κάτι το οποίο είχαμε τονίσει και κατά τις πρώτες ημέρες εφαρμογής του νόμου αναφέροντας τη χρησιμότητα που θα έχει για την επιτυχία μιας αίτησης η συνδρομή ενός εμπειρογνώμονα ο οποίος θα συνέτασσε μια μελέτη βιωσιμότητας της οφειλέτριας επιχείρησης. Έτσι, αρκετές επιχειρήσεις, κυρίως αυτές με χαμηλό ύψος συνόλου οφειλών και κυρίως οι επιχειρήσεις με οφειλές αποκλειστικά προς το Δημόσιο, προχώρησαν σε υποβολή αίτησης υπαγωγής χωρίς να προχωρήσουν στην κατάλληλη οικονομική ανάλυση της θέσης της εταιρείας ούτε της μελλοντικής της πορείας σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου. Αντ’αυτού περιορίστηκαν σε λίγες γενικόλογες διατυπώσεις αιτούμενοι κατανομή των οφειλών τους σε 120 δόσεις.
Παρόλα αυτά, στην πράξη οι οφειλέτες αυτοί βρίσκονται προ εκπλήξεως καθώς το Δημόσιο εξαντλεί τις δυνατότητες που του δίνει ο νόμος και δεν προχωρά σε άνευ κριτηρίων αποδοχή των προτάσεων των οφειλετών για επιμερισμό των οφειλών τους σε δόσεις. Μάλιστα, προχωρά σε ορισμένες περιπτώσεις και σε κατάθεση αντιπροτάσεων. Ο νόμος 4469/2017 θέτει συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου το Δημόσιο μπορεί να κινηθεί για να διευθετήσει μια οφειλή. Οπότε, είναι εσφαλμένη η εντύπωση πως πρέπει να θεωρείται δεδομένη η συναίνεση του Δημοσίου για κατανομή της οφειλής στον μέγιστο αριθμό διαθέσιμων δόσεων (120 δόσεις) απλά και μόνο επειδή το αιτείται ο οφειλέτης.
Πέραν των κριτηρίων επιλεξιμότητας, για την ένταξη ενός οφειλέτη στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, η αίτηση ενός οφειλέτη συνοδεύεται υποχρεωτικά από :
α) κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με αναφορά στην εκτιμώμενη εμπορική αξία τους
β) πλήρη περιγραφή των βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων που είναι εγγεγραμμένα επί των περιουσιακών στοιχείων
γ) πλήρη στοιχεία κάθε συνοφειλέτη (εφόσον υπάρχει)
Ειδικά όμως όταν υπάρχουν οφειλές προς το Δημόσιο, η πρόταση του οφειλέτη πρέπει να συμπεριλαμβάνει τα εξής:
α) βασικά συμπεράσματα σχετικά με τη βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη,
β) την αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνοφειλετών που έχουν υποβάλει την αίτηση από κοινού με τον οφειλέτη,
γ) το ποσό που προτείνεται να καταβάλει ο οφειλέτης για την αποπληρωμή των οφειλών του, καθώς και το ποσό που προτείνεται να καταβάλουν οι συνοφειλέτες που έχουν συνυποβάλει αίτηση
δ) το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρωθεί σε κάθε πιστωτή με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, κατ’ εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9 και του άρθρου 15 (νόμος 4469/2017), βάσει συνημμένου πίνακα κατάταξης.
Όποιος έχει προχωρήσει σε υποβολή αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία αυτή, θα έχει παρατηρήσει ότι το σύστημα δεν απαιτεί, προκειμένου να κάνει αποδεκτή την υποβολή της αίτησης, την επισύναψη αρχείου με την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη. Έτσι, παρότι ο νόμος προβλέπει ότι το αρχείο αυτό είναι απαραίτητο, στην πράξη η πλατφόρμα του εξωδικαστικού δεν το κάνει απαιτητό. Η πρώτη λογική αντίδραση στο ζήτημα αυτό ήταν πως η πλατφόρμα δεν το κάνει απαιτητό, διότι το Δημόσιο (στις περιπτώσεις που πιστωτής είναι το Δημόσιο) έχει τα στοιχεία αυτά έτσι και αλλιώς στην κατοχή του αυτόματα από την ΑΑΔΕ. Παρόλα αυτά, έχει παρατηρηθεί στην πράξη πως και σε περιπτώσεις οφειλετών με αποκλειστικό πιστωτή το Δημόσιο, η ίδια η ΑΑΔΕ με αίτημά της ζητούσε να προσκομισθούν επιπλέον έγγραφα τα οποία να καταδεικνύουν:
- την καθαρή παρούσα αξία της επιχείρησης,
- την αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων κατά την περίοδο υποβολής του αιτήματος καθώς και
- κατάλογο περιουσιακών στοιχείων με αναφορά στην εκτιμώμενη εμπορική αξία τους και των βαρών και των εξασφαλίσεων επί αυτών
Οι οικονομικοί αυτοί δείκτες και πίνακες δεν είναι στοιχεία τα οποία ένας επιχειρηματίας είναι σε θέση να παράσχει μόνος του, εφόσον δεν διαθέτει την κατάλληλη εξειδικευμένη γνώση. Συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι η προσέγγιση του οφειλέτη με πιστωτές τραπεζικά ιδρύματα δεν θα πρέπει να διαφέρει ιδιαίτερα από την προσέγγιση ενός οφειλέτη με πιστωτή το Δημόσιο. Μπορεί σε περιπτώσεις όπου είναι προαιρετική η χρήση εμπειρογνώμονα, το Δημόσιο να μη ζητήσει την προσκόμιση τέτοιας έκθεσης, όμως το αίτημα που υποβάλλεται, για να πληροί άρτια τις απαιτήσεις του νόμου και να έχει σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας, πρέπει να συμπληρωθεί ωσάν να συμμετείχε εμπειρογνώμονας στη διαδικασία.
Η νέα απλοποιημένη διαδικασία: Επειδή σημαντικός αριθμός των οφειλετών, ειδικά των ατομικών επιχειρήσεων με οφειλές μόνο προς Δημόσιο, δεν συγκέντρωνε μεγάλα ποσά οφειλών προς ρύθμιση, θεσπίστηκε η εγκύκλιος Κ.Υ.Α. αριθμ. 130060/2017 με την οποία καθορίστηκε μια απλοποιημένη διαδικασία για οφειλές που δεν ξεπερνούν συνολικά τα πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000,00 €). Οι κυριότερες διαφορές της ειδικής αυτής ρύθμισης αφορούν:
- Τις προϋποθέσεις ένταξης. Θετικό αποτέλεσμα 2 από τις 3 τελευταίες χρήσεις και το σύνολο των οφειλών να είναι το πολύ 8 φορές μεγαλύτερο από το καθαρό αποτέλεσμα (πράγμα το οποίο αποκλείει τις περιπτώσεις οφειλετών οι οποίοι παρουσίαζαν χρήσεις με οριακά κέρδη προκειμένου να υπαχθούν στον νόμο).
- Εφόσον δύναται να υπαχθεί οφειλέτης, αφαιρούνται αυτόματα α) το σύνολο των τόκων υπερημερίας των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα (π.χ. τράπεζες), β) ποσοστό ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) των απαιτήσεων του Δημοσίου από πρόστιμα, γ) ποσοστό ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) των απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής (εξαιρούνται της διαγραφής οι περιπτώσεις οφειλών προς Δημόσιο έως 3.000 ευρώ και έως 20.000 ευρώ όπου δε γίνεται διαγραφή τόκων και διαγραφή κεφαλαίου αντίστοιχα).
- Η δόση είναι κατ’ ελάχιστον 50 ευρώ.
- Για τον υπολογισμό των τοκοχρεωλυτικών δόσεων λαμβάνεται υπόψη επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο euribor τριμήνου, προσαυξημένο κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες και κατά την εισφορά του ν. 128/1975 κατά περίπτωση, αν είχε προγενέστερα συμφωνηθεί ότι η εισφορά αυτή βαρύνει τον οφειλέτη. Για τους υπόλοιπους πιστωτές, το επιτόκιο είναι σταθερό, με κρίσιμο χρόνο την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
- Το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης δεν επιτρέπεται να υποβάλλουν προτάσεις αναδιάρθρωσης οφειλών ή να ψηφίζουν υπέρ προτάσεων αναδιάρθρωσης οφειλών που έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω, αν η συνολική αξία της περιουσίας του οφειλέτη είναι τουλάχιστον είκοσι πέντε (25) φορές μεγαλύτερη από τη συνολική οφειλή προς ρύθμιση.
Η απλοποιημένη αυτή διαδικασία για οφειλές έως 50.000 ευρώ μας οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε και στην αρχή του άρθρου μας. Ότι το Δημόσιο δεν συμμετέχει απλά για τυπικούς λόγους στην διαδικασία εγκρίνοντας ό,τι ο κάθε οφειλέτης προτείνει, αλλά αντ’αυτού απαιτείται από τον οφειλέτη τεκμηριωμένη προσέγγιση που να καλύπτει τις απαιτήσεις του νόμου. Μάλιστα, εφόσον οφειλέτης έχει προσωπική περιουσία 25 φορές μεγαλύτερη από την προς ρύθμιση οφειλή (π.χ. λόγω ακίνητης περιουσίας ή λόγω επενδύσεων σε κινητές αξίες στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό) τότε το Δημόσιο αποκλείεται από το να εγκρίνει πρόταση αναδιάρθρωσης που εξασφαλίζει διαγραφή προστίμων και προσαυξήσεων με ποσοστά 95 και 85% αντίστοιχα και πλήρη διαγραφή τόκων ιδιωτών. Ακόμη όμως και η περιουσία να είναι μικρότερη από το 25πλάσιο, πάλι το Δημόσιο διατηρεί τη δυνατότητα να απορρίψει τις διαγραφές που προτείνονται εφόσον δεν είναι άρτια τεκμηριωμένες.
Παρατηρούμε άρα μια ομοιομορφία στη συμπεριφορά του Δημοσίου απέναντι στις προτάσεις αναδιάρθρωσης οφειλών όπως περιγράφονται στον νόμο 4469/2017 και όπως τις έχουμε αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα, όσο και στην απλοποιημένη διαδικασία που μόλις αναλύσαμε. Το Δημόσιο δεν πρόκειται να παραχωρήσει άκριτα διαγραφή προσαυξήσεων και προστίμων, ούτε και επιμήκυνση των δόσεων σε 120 μήνες εφόσον κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται από την αξία της προσωπικής περιουσίας του οφειλέτη και από τα στοιχεία βιωσιμότητας της επιχείρησής του. Δεν αρκεί η κάλυψη των ελάχιστων ορίων επιλεξιμότητας προκειμένου ένας οφειλέτης να διεκδικήσει διαγραφές επί οφειλόμενων ποσών και επιμήκυνση αποπληρωμής. Το Δημόσιο θα κρίνει ανά περίπτωση οφειλέτη και σύμφωνα με τα προσκομισθέντα οικονομικά στοιχεία-αναλύσεις και ανάλογα θα αποφασίσει.
Του κ. Γιώργου Δαλιάνη ιδρυτή του Ομίλου Artion Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός και του κ. Φίλιππου Ζήρα συνεργάτης της Artion δικηγόρος-διαμεσολαβητής και Συντονιστής του νόμου 4469/2017 για την Εξωδικαστική Ρύθμιση Οφειλών Επιχειρήσεων.