Ο δικαστικός έλεγχος των δανειακών προϊόντων με ρήτρα Ελβετικού Φράγκου

Του Κωνσταντίνου Πλατίτσα

Η νομικών-νομολογιακών διαστάσεων προβληματική, η οποία αναπτύσσεται τα τελευταία έξι (6) χρόνια στην Ελλάδα αναφορικά με τη χορήγηση δανείων με ρήτρα σε ελβετικό φράγκο, δεν θα είχε τόσο μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο εάν δεν αφορούσε περίπου 65.000 δανειολήπτες οι περισσότεροι εκ των οποίων αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις.

Τα τελευταία αυτά χρόνια εκδίδονται αρκετές αποφάσεις από τα ελληνικά δικαστήρια αναφορικά με τη χορήγηση δανειακών προϊόντων συνδεδεμένων με ρήτρα συναλλάγματος άλλοτε κάνοντας δεκτές ατομικές και ομαδικές αγωγές των δανειοληπτών και άλλοτε απορρίπτοντας αυτές. Δε θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί, ότι οι λήπτες δανείων με ρήτρα ελβετικού φράγκου δεν είναι αντιμέτωποι μόνο με την καθημερινή διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας αλλά και αντιμέτωποι  με τη διακύμανση της ψυχολογίας τους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μία σειρά προδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι απαντήσεων σε ερωτήματα τα οποία τέθηκαν από εθνικά δικαστήρια σχετικά με την ερμηνεία ή την ισχύ κάποιου ευρωπαϊκού νόμου -και για τα οποία ζητήθηκαν διευκρινίσεις, αποτέλεσαν τη λυδία λίθο και το έναυσμα για την έκδοση θετικών δικαστικών αποφάσεων τόσο από τα ελληνικά δικαστήρια όσο και από τα δικαστήρια άλλων κρατών-μελών της ένωσης. Στην εύλογη νομική προβληματική η οποία αναπτύχθηκε στις υποθέσεις δανείων με ρήτρα ελβετικού φράγκου, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να σταθεί πραγματικός νομικός αρωγός των εθνικών δικαστηρίων με σκοπό τα τελευταία να εκδώσουν αποφάσεις, προβαίνει σε ερμηνεία των διατάξεων της βασικής οδηγίας με αριθμ.93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές.

Εν μέσω λοιπόν έκδοσης αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων από τα ελληνικά δικαστήρια και εν αναμονή  όλων των ενδιαφερομένων μερών κυρίως στη συζήτηση της αναίρεσης  στον Άρειο Πάγο επί της υπ’αριθμ.911/2018 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα), μόλις λίγες ημέρες νωρίτερα και πιο συγκεκριμένα στις 20 Σεπτεμβρίου 2018, εξέδωσε απόφαση επί της αίτησης που υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των OTP Bank Nyrt. και OTP Faktoring Követeléskezelő Zrt. και, αφετέρου, της Teréz Ilyés και του Emil Kiss (δανειολήπτες), με αίτημα την αναγνώριση του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων ρητρών σύμβασης δανείου που συνομολογήθηκε σε ελβετικά φράγκα (CHF), αλλά εκταμιεύθηκε και αποπληρώνεται σε ουγγρικά φιορίνια (HUF). Το αιτούν ουγγρικό δικαστήριο στο πλαίσιο αυτής της ένδικης διαφοράς υπέβαλε πέντε (5) προδικαστικά ερωτήματα. Τόσο το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και το αιτιολογικό αυτής έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και μπορεί υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις να αναπτύξει μία θετική δικαστηριακή δυναμική των εθνικών δικαστηρίων, αφού τους δίδεται η απαιτούμενη νομική ερμηνεία των ορίων του δικαστικού ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών των δανείων τα οποία είναι συνδεδεμένα με συναλλαγματική ισοτιμία και μάλιστα εμπεριέχουν ρήτρα ελβετικού φράγκου.

Πριν προβούμε σε μία όσο το δυνατόν ενδελέχεστερη αξιολόγηση της εν λόγω δικαστικής απόφασης, είναι επιβεβλημένο να λεχθεί και να τονιστεί το αυτονόητο με το οποίο ξεκινά τον μείζονα δικανικό του συλλογισμό το αποφαινόμενο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα υπό κρίση τιθέμενα προδικαστικά ερωτήματα. Στην υπό κρίση υπόθεση η Ουγγρική τράπεζα, κατά πάγια πρακτική όλων σχεδόν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αμφισβητεί το παραδεκτό των ερωτημάτων, με το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, είναι υποθετικής φύσης και ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης και συνάμα μεταβάλλουν την κατάσταση του καταναλωτή όσον αφορά τον συναλλαγματικό κίνδυνο.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προδικαστική απόφαση απαντά ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν προκύπτει προδήλως το γεγονός ότι  η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ούτε ότι το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ούτε ακόμη ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί και,  κατά συνέπεια, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.

Συνεπώς και επί του υποστατού χαρακτήρα, και όχι επί υποθέσεων εργασίας όπως ισχυρίζονται τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, των ζητημάτων τυπικής νομιμότητας τα οποία έχουν ανακύψει όλα αυτά τα χρόνια από τη χορήγηση των δανείων με ρήτρα σε ελβετικό φράγκο, δέον είναι να επισημανθούν τα κάτωθι όλως ενδεικτικά αναφερόμενα:

  1. Η έκδοση αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων από τα εθνικά δικαστήρια των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμπεριλαμβανόμενων των ελληνικών) αποδεικνύει περίτρανα την ύπαρξη διαφόρων ζητημάτων τυπικής νομιμότητας σχετικά με τις ρήτρες των δανειακών προϊόντων συνδεδεμένα με συνάλλαγμα.
  2. Η παραδοχή ότι οι εν λόγω δανειακές συμβάσεις ήταν προδιατυπωμένες, δεν υπήρξαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ πιστωτών και καταναλωτών και άρα αποτέλεσαν εν τοις πράγμασοι συμβάσεις προσχωρήσεως των δανειοληπτών.
  3. Η παραδοχή για την υπέρμετρη διατάραξη συμβατικών υποχρεώσεων μεταξύ πιστώτριας τράπεζας και δανειολήπτη και εις βάρος αυτού.
  4. H έγκαιρη προειδοποίηση σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) της 21ης Σεπτεμβρίου 2011 σχετικά με τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα (ΕΣΣΚ/2011/1) (2011/C 342/01) και ειδικότερα σύμφωνα με τη Σύσταση A (Ενημέρωση των δανειοληπτών ως προς τους κινδύνους), με την οποία το ΕΣΣΚ συνιστά στις εθνικές εποπτικές αρχές και στα κράτη – μέλη: (α) Να απαιτούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα την παροχή πρόσφορης πληροφόρησης στους δανειολήπτες σχετικά με τους κινδύνους που συνεπάγεται ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα. Σύμφωνα με την εν λόγω Σύσταση η πληροφόρηση αυτή θα πρέπει να είναι επαρκής, προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις και να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις του δανείου μια σοβαρή υποτίμηση του νόμιμου χρήματος του κράτους μέλους κατοικίας του δανειολήπτη και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ξένου νομίσματος. (β) Να ενθαρρύνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να προσφέρουν στους πελάτες τους δάνεια στο εγχώριο νόμισμα για τους ίδιους σκοπούς για τους οποίους προσφέρουν και δάνεια σε ξένο νόμισμα, καθώς και χρηματοπιστωτικά μέσα για την αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου.
  5. Η Σύσταση B του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) – (Φερεγγυότητα των δανειοληπτών) σύμφωνα με την οποία συνιστάται στις εθνικές εποπτικές αρχές μεταξύ άλλων να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τον περιορισμό του δανεισμού σε ξένο νόμισμα και να επιτρέπουν τη χορήγηση δανείων σε ξένο νόμισμα μόνο σε δανειολήπτες που αποδεικνύουν την φερεγγυότητά τους, λαμβάνοντας υπόψη τη διάρθρωση της αποπληρωμής του δανείου και την ικανότητα των δανειοληπτών να ανταπεξέρχονται σε αρνητικές διαταραχές των συναλλαγματικών ισοτιμιών και του επιτοκίου του ξένου νομίσματος.
  6. Η Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 περιέχει ρητή και ειδική πρόβλεψη για τη δανειοδότηση σε συνάλλαγμα και ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το ν.4438/2016 (Α΄220). Στην συγκεκριμένη οδηγία επιβεβαιώνεται ότι «….μια σειρά προβλημάτων εντοπίστηκαν στις αγορές ενυπόθηκης πίστης εντός της Ένωσης τα οποία οφείλονται στις ανεύθυνες πρακτικές χορήγησης και λήψης δανείων και στα περιθώρια ανεύθυνης συμπεριφοράς εκ μέρους συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των μεσιτών πιστώσεων και των μη πιστωτικών ιδρυμάτων.

Ορισμένα προβλήματα αφορούσαν πιστώσεις εκφρασμένες σε ξένο νόμισμα, τις οποίες είχαν συνάψει οι καταναλωτές στο υπόψη νόμισμα προκειμένου να επωφεληθούν από το χρεωστικό επιτόκιο που προσφερόταν, αλλά χωρίς να έχουν επαρκή ενημέρωση σχετικά ή επίγνωση του συναλλαγματικού κινδύνου που διέτρεχαν….». Η ίδια οδηγία, αποσκοπώντας στην προστασία του καταναλωτή, προβλέπει σχετικές υποχρεώσεις των κρατών μελών ως προς την εναρμόνιση της νομοθεσίας τους. Μεταξύ άλλων προβλέπεται «…. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όταν μια σύμβαση πίστωσης αφορά δάνειο σε ξένο νόμισμα, τη στιγμή που συνάπτεται η σύμβαση να υπάρχει το κατάλληλο κανονιστικό πλαίσιο ώστε να διασφαλίζεται τουλάχιστον ότι : α….. β. υπάρχουν ρυθμίσεις που περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο είναι εκτεθειμένος ο καταναλωτής βάσει της σύμβασης πίστωσης».

Η ίδια οδηγία επίσης επισημαίνει στα κράτη μέλη την υποχρέωση τους να διασφαλίζουν ότι όταν ένας καταναλωτής έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα, ο πιστωτικός φορέας οφείλει να ειδοποιεί σε τακτική βάση τον καταναλωτή, εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο, τουλάχιστον όταν το ύψος του οφειλόμενου συνολικού ποσού που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής ή των οφειλόμενων δόσεων παρουσιάζει διακύμανση μεγαλύτερη από 20 % σε σχέση με αυτό που θα ήταν εάν ίσχυε η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του νομίσματος της σύμβασης και του νομίσματος του κράτους μέλους που ίσχυε τη στιγμή σύναψης της σύμβασης πίστωσης.

Η προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την υπόθεση C-51/17 έρχεται σε μία κρίσιμη καμπή για την εξέλιξη της ελληνικής νομολογίας και επί της ουσίας «παίρνει θέση» στην νομική προβληματική και στη συζήτηση η οποία είναι εν εξελίξει σχετικά με τον έλεγχο των συναλλαγματικών ρητρών και στον έλεγχο με βάση την αρχή διαφάνειας.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, το οποίο αφορά τις ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αποτελεί εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εξαίρεση αυτή προϋποθέτει την πλήρωση δύο προϋποθέσεων. Αφενός, η συμβατική ρήτρα πρέπει να απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη και, αφετέρου, η διάταξη αυτή πρέπει να είναι αναγκαστικού δικαίου (βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ., C‑186/16, EU:C:2017:703, σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά την κρίση του Δικαστηρίου η εξαίρεση αυτή από την εφαρμογή των ρυθμίσεων της οδηγίας 93/13 δικαιολογείται επειδή, κατ’ αρχήν, μπορεί εύλογα να γίνει δεκτό ότι σε ορισμένες συμβάσεις ο εθνικός νομοθέτης έχει επιτύχει την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, RWE Vertrieb, C-92/11, EU:C:2013:180, σκέψη 28).

Η σπουδαιότητα όμως στην εν λόγω απόφαση είναι ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας μη σαφούς συμβατικής ρήτρας, βάσει της οποίας ο δανειολήπτης φέρει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και η οποία δεν μπορεί να απηχεί νομοθετικές διατάξεις, μπορεί να υπαχθεί σε δικαστικό έλεγχο.

Επιπρόσθετα το Δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν στους δανειολήπτες την αναγκαία και επαρκή πληροφόρηση, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Αυτό συνεπάγεται ότι η ρήτρα περί συναλλαγματικού κινδύνου πρέπει να γίνει κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπική και γραμματική άποψη όσο και ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενό της. Συνεπώς, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι άρτια ενημερωμένος, πρέπει να μπορεί όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συνομολογηθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μίας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Ο σαφής και κατανοητός χαρακτήρας των συμβατικών ρητρών, σύμφωνα με την ίδια απόφαση,  πρέπει να αξιολογείται και να ελέγχεται, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψή της, καθώς και με όλες τις άλλες ρήτρες  της σύμβασης, μολονότι ορισμένες από τις ρήτρες αυτές κηρύχθηκαν ή θεωρήθηκαν καταχρηστικές και, ως εκ τούτου, άκυρες από τον εθνικό νομοθέτη σε μεταγενέστερο χρόνο.

Τέλος το Δικαστήριο αναφέρει κατηγορηματικά στην απόφασή του ότι, στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης με την οδηγία 93/13 προστασίας, το εθνικό δικαστήριο, όταν διαθέτει όλα τα προς τούτο αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία, οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να έχει προβληθεί από τον ενάγοντα καταναλωτή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και του καταναλωτή αυτού.

Συμπερασματικά και αντί επιλόγου η εν λόγω προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και άλλες συναφείς αποφάσεις, εδραιώνουν την πεποίθηση πανευρωπαϊκά ότι αφενός η χορήγηση των συγκεκριμένων δανειακών προϊόντων με ρήτρα συναλλάγματος είναι υποστατό πρόβλημα και όχι υπόθεση εργασίας όπως ισχυρίζονται τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αφετέρου ο έλεγχος καταχρηστικότητας του κύρους εν λόγω ρητρών στα οποία οι δανειολήπτες επωμίζονται το συναλλαγματικό κίνδυνο καθώς και ο έλεγχος με βάση την αρχή της διαφάνειας των όρων που διέπουν τις δανειακές συμβάσεις είναι επιβεβλημένος από τα εθνικά δικαστήρια.

O κ. Κωνσταντίνος Πλατίτσας είναι Δικηγόρος Αθηνών, Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Επιστημονικός Συνεργάτης της Artion Α.Ε.