Φορολογία στα κοινά αποκτήματα συζύγων
Του Γιώργου Δαλιάνη
Σύμφωνα, με τη διάταξη του άρθρου 1400, του Αστικού Κώδικα, αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή υπάρχει διάσταση των συζύγων διάρκειας μεγαλύτερης των τριών ετών και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια του γάμου, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτής της περιουσίας, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης , το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται δε, ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο (1/3) της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ότι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή µε διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.
Η ικανοποίηση της απαίτησης του δικαιούχου, εάν είναι χρηματική ή συνίσταται σε παροχή κινητού πράγματος, υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου 3,6%. Εάν όμως συνίσταται σε μεταβίβαση ακινήτου, υπόκειται σε φόρο μεταβίβασης (ΦΜΑ) βλ. Υπουργείο Οικονομικών Κ 6728/86, ΠΟΛ 282.
Η επίλυση της διαφοράς μπορεί να γίνει με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, αλλά και συμβιβαστικά. Σε κάθε όμως, περίπτωση πρέπει να αποδεικνύεται όχι μόνο η ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης που αναγνωρίστηκε με δικαστική ή με σύμβαση μεταξύ δικαιούχου ή υπόχρεου, αλλά και η εξόφληση της απαίτησης αυτής με συμβολαιογραφικό έγγραφο το οποίο ως δημόσιο έγγραφο παρέχει τα εχέγγυα διασφάλισης του δικαιώματος του Δημοσίου από τα τέλη χαρτοσήμου 3,6%, όταν η παροχή αφορά απόδοση στο δικαιούχο χρήματα ή κινητά περιουσιακά στοιχεία.
Ο υπολογισμός της αξίας των μεταβιβαζόμενων ακινήτων γίνεται βάσει των αντικειμενικών αξιών. Αν, αντί της μεταβίβασης ακινήτου, αποδίδεται στο δικαιούχο χρηματική παροχή, ή παροχή κινητού πράγματος, δεν ανακύπτει φορολογική υποχρέωση (εισόδημα ή δωρεά), αφού η παροχή αυτή αποτελεί εκπλήρωση προβλεπόμενης από το νόμο υποχρέωσης. Τούτο βεβαίως θα πρέπει να ισχύει εφόσον αποδεδειγμένα η χρηματική αυτή παροχή που δίδεται στο δικαιούχο σύζυγο αντιπροσωπεύει την συμβολή αυτού στην αύξηση τη περιουσίας του άλλου συζύγου η οποία τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο (1/3) της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη, ή μικρότερη, ή καμία συμβολή. Δεδομένου δε ότι το Δημόσιο, δεν δεσμεύεται από το δικαστικό δεδικασμένο ( απόφαση 728/1984 των νομικών συμβούλων του Δημοσίου) και εφόσον ο έφορος διαθέτει ικανά στοιχεία ανταπόδειξη του νόμιμου τεκμηρίου του άρθρου 1400 ΑΚ, τότε ως προς το υπερβάλλον χρηματικό ποσό ( δηλαδή από το ποσό που δεν αφορά σε πραγματική συμβολή σε επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου) θα ανακύπτει ζήτημα φορολογίας δωρεάς.
Κληρονομείται η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου ;
Στο άρθρο 1401 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Η αξίωση του άρθρου 1400, δεν γεννιέται σε περίπτωση θανάτου, στο πρόσωπο κληρονόμων του συζύγου που πέθανε. Επίσης δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή έχει επιδοθεί αγωγή. Η αξίωση παραγράφεται δύο χρόνια μετά την λύση ή ακύρωση του γάμου». Εάν ο γάμος λυθεί με το θάνατο του ενός συζύγου, η αξίωση του επιζώντος για συμμετοχή στα κοινά αποκτήματα κατευθύνεται κατά των κληρονόμων του θανόντος, καθένας από τους οποίους βαρύνεται με την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής από το ποσοστό της κληρονομικής μερίδας (βλ. ΠΟΛ 1082/2004).
Το ύψος της αξίωσης πρέπει να καθορίζεται με τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου ή με συμβιβασμό μεταξύ συζύγου (δικαιούχου) και κληρονόμων του θανόντος υπόχρεου, σε διαφορετική περίπτωση δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση από την κληρονομιά. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η αξίωση συμμετοχής του επιζώντος συζύγου στα αποκτήματα του γάμου, συνιστά χρέος της κληρονομιάς, που βαρύνει τους κληρονόμους του θανόντος και αφαιρείται από το παθητικό της κληρονομιάς.
Σημειώνουμε ότι η δικαστική απόφαση, όπως και η πράξη συμβιβασμού, που καθορίζει το ύψος της αξίωσης του συζύγου, δεν είναι δεσμευτική για τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., εάν μπορεί να αποδείξει, κατά τη φορολογική διαδικασία, κάτι διαφορετικό με πλήρη τεκμηρίωση των απόψεών του. Άλλωστε, η έκπτωση του συγκεκριμένου χρέους ανήκει στη διακριτική του ευχέρεια και θα πρέπει να πεισθεί για την ύπαρξή του. Ωστόσο, η διακριτική αυτή ευχέρεια υφίσταται μόνο , εφόσον η Δ.Ο.Υ. διαθέτει ικανά στοιχεία ανταπόδειξης του νόμιμου τεκμηρίου του άρθρου 1400 του Αστικού Κώδικα.
Όταν, ο επιζών σύζυγος είναι και ο μοναδικός κληρονόμος του αποβιώσαντος συζύγου, όμως επειδή τα αποκτήματα αυτά, κατά το μέρος που προέρχεται από τη συμμετοχή του συζύγου στην επαύξηση της κληρονομιαίας περιουσίας, περιέρχεται σε αυτόν «εξ ιδίου δικαίου και όχι εξ κληρονομίας», πρέπει να θεωρείται παθητικό της κληρονομιάς και να εκπίπτει από τη φορολογητέα αξία.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση αναγνώρισης (συμβατικώς ή δικαστικώς ) της αξίωσης πρέπει να αποδεικνύεται και η εκπλήρωση αυτής, διαφορετικά ανακύπτει φορολογικό ενδιαφέρον. Ως απόδειξη εκπλήρωσης είναι, κατ’ αρχήν, εκείνη που έχει υπέρ της «το τεκμήριο της αλήθειας του περιεχομένου και της γνησιότητας της υπογραφής έναντι τρίτων», χωρίς να αποκλείσει το δικαίωμα της φορολογικής αρχής να αποδείξει το εναντίον σε κάθε περίπτωση. Τέτοια απόδειξη είναι εκείνη που προκύπτει από αναγκαστική εκτέλεση δικαστικής απόφασης ή από συμβολαιογραφικό έγγραφο.
Τέλος, η απόδοση στον δικαιούχο της αξίωσής του, σε χρήματα, μετοχές, εταιρικά μερίδια και γενικά σε κινητά πράγματα υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου 3,6%. Η απόδοση σε αυτόν ακινήτου ή ποσοστού ακινήτου υπόκειται σε φόρο μεταβίβασης ακινήτων. Σε καμία περίπτωση δεν υπόκειται σε φόρο δωρεάς.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αξιώσεις των αδικημένων συζύγων για συμμετοχή στα αποκτήματα, οι οποίες στρέφονται κατά των πιστωτών (τραπεζών κλπ) και κατά του Δημοσίου για περιουσιακά στοιχεία που κατασχέθηκαν για οφειλές του άλλου συζύγου. Το θέμα αυτό εξετάζεται από τη συνεργάτη μας νομικό, Ευαγγελία Πολύμερου και θα επανέλθουμε με νέο άρθρο.