Απαγόρευση ευνοϊκής νομοθετικής ρύθμισης με αναδρομική ισχύ για τους δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο
Του Γιώργου Δαλιάνη, με τη συνεργασία των Κωνσταντίνου Πλατίτσα δικηγόρου Αθηνών και Τάνιας Κυριάκου επίσης δικηγόρου Αθηνών.
Η έκδοση της υπ’ αριθμ. 2014/17/ΕΕ οδηγίας του Ευρ. Κοινοβουλίου το Φεβρουάριο του 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης καταναλωτών για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία με ειδική αναφορά μεταξύ άλλων για τη χορήγηση δανείων σε ξένο νόμισμα, αποδεικνύει επί της αρχής την έλλειψη επαρκούς κανονιστικού πλαισίου σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε το οποίο να διασφαλίζει τα συμφέροντα των καταναλωτών-δανειοληπτών και ουσιαστικά ομολογεί την «άναρχη» χορήγηση των εν λόγω δανείων η οποία επέτρεψε σε αρκετά μεγάλο βαθμό και τη διαμεσολάβηση αυτοαποκαλούμενων συμβούλων ως «μεσιτών πίστωσης» οι οποίοι ελάμβαναν προμήθεια από τις πιστώτριες τράπεζες προκειμένου να πείσουν τους δανειολήπτες να λάβουν δάνεια σε ξένο νόμισμα (π.χ. σε ελβετικό φράγκο) για να καρπωθούν την προμήθειά τους.
Η έκδοση της ανωτέρω οδηγίας ενσωματώνει επί της ουσίας τις Συστάσεις (Α και Β) σχετικά με το δανεισμό σε ξένο νόμισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) από το Σεπτέμβριο του 2011, έτος κατά το οποίο άρχισε να ισχυροποιείται το ελβετικό φράγκο έναντι του ευρώ και να διαφαίνονται τα πρώτα προβλήματα σε όσους είχαν δανειστεί σε ελβετικό φράγκο. Οι Συστάσεις αυτές απευθύνονταν προς τις εθνικές εποπτικές αρχές, τα κράτη μέλη και φυσικά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σκοπός των ανωτέρω Συστάσεων ήταν (ενδεικτική απαρίθμηση) διά των αρμοδίων εθνικών εποπτικών αρχών των κρατών μελών: α) να απαιτούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα την παροχή πρόσφορης πληροφόρησης στους δανειολήπτες σχετικά με τους κινδύνους που συνεπάγεται ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα. Η πληροφόρηση αυτή θα πρέπει να είναι επαρκής, προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις, θα πρέπει δε να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις του δανείου μια σοβαρή υποτίμηση του νόμιμου χρήματος του κράτους μέλους κατοικίας του δανειολήπτη και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ξένου νομίσματος, β) να επισημάνουν τους συστημικούς κινδύνους που μπορεί να προκαλέσει ο υπερβολικός δανεισμός σε ξένο νόμισμα, γ) να υποδείξουν την ανάγκη λήψης μέτρων προκειμένου να περιοριστεί η έκθεση των δανειοληπτών στο συναλλαγματικό κίνδυνο και η στενή παρακολούθηση των δανειακών τους συμβάσεων προκειμένου να έχουν την ικανότητα να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, δ) να επαναπροσδιορίζουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τον τρόπο τιμολόγησης των δανείων που χορηγούν σε ξένο νόμισμα, ενσωματώνοντας στην εσωτερική τους κοστολόγηση το κόστος των πρόσθετων κινδύνων που ενέχουν τα δάνεια αυτά, μέσω της διατήρησης επαρκών κεφαλαίων, γεγονός που ενισχύει εξάλλου την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε αρνητικές διαταραχές μέσω της αυξημένης ικανότητας απορρόφησης ενδεχόμενων ζημιών, ε) να ενθαρρύνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να προσφέρουν στους πελάτες τους δάνεια στο εγχώριο νόμισμα για τους ίδιους σκοπούς για τους οποίους προσφέρουν και δάνεια σε ξένο νόμισμα, καθώς και χρηματοπιστωτικά μέσα για την αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου.
Οι ανωτέρω συστάσεις δεν εφαρμόστηκαν ποτέ από κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα μολονότι τους γνωστοποιήθηκαν. Δεν ελήφθη εγκαίρως κανένα μέτρο όπως αυτά που περιγράφονται ενδελεχώς από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και εν συνεχεία από την κοινοτική οδηγία. Οι επιπτώσεις για τις οποίες προειδοποίησε εγκαίρως το ΕΣΣΚ όλα τα κράτη μέλη και τη χώρα μας είναι πλέον γνωστές και ανυπολόγιστες για τους δανειολήπτες ελβετικού φράγκου. Το τελευταίο χρονικό διάστημα και μετά την άρση του «πλαφόν» της σταθερής συναλλαγματική ισοτιμίας ευρώ-ελβετικού φράγκου που είχε εδραιωθεί στο 1,2 από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας και την απόφαση αυτής να διαπραγματεύεται ελεύθερα στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, το οξύ κοινωνικό πρόβλημα μετατράπηκε σε αδιέξοδο για τους δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο.
Την ίδια ώρα και στιγμή σαν να μην έφταναν όλα αυτά και εν μέσω κρίσιμων εθνικών εκλογών για μία ακόμη φορά επελέγη από συγκεκριμένους πολιτικούς φορείς η απόπειρα υφαρπαγής ψήφους δίνοντας «αόριστες ελπίδες» σε 65.000 εγκλωβισμένους περίπου δανειολήπτες για δήθεν λύση του προβλήματός τους. Πιο συγκεκριμένα δόθηκαν υποσχέσεις για ευνοϊκή νομοθετική ρύθμιση του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο μόλις συγκροτηθεί σε «σώμα» η νέα Βουλή των Ελλήνων. Η υπ’ αριθμ. 2104/17/ΕΕ οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου είναι σαφής και δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνείας από κανένα πολιτικό φορέα. Ειδικότερα αναφέρει ότι θα έχει ισχύ για τις συμβάσεις πιστώσεων που θα υπογραφούν από 21-3-2016, ενώ ο εθνικός νομοθέτης των κρατών μελών μπορεί να προβούν σε περαιτέρω ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις με την προϋπόθεση ότι οι ρυθμίσεις αυτές να μην έχουν αναδρομική ισχύ!!!. Άλλωστε το Υπουργείο Οικονομικών έχει συγκροτήσει τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή η οποία θα ενσωματώσει την εν λόγω ευρωπαϊκή οδηγία στο εθνικό μας δίκαιο με τους περιορισμούς οι οποίοι τίθενται σε όλα τα κράτη μέλη.
Ως εκ τούτου όλοι οι δανειολήπτες έχουν δύο επιλογές, είτε να επιλέξουν τις προτεινόμενες ρυθμίσεις από τις πιστώτριες τράπεζές τους, υπογράφοντας νέες δανειακές συμβάσεις (αφού εξετάσουν προσεκτικά τους νέους συμβατικούς όρους), είτε να προσφύγουν στην ελληνική δικαιοσύνη με αίτημα να αποπληρώσουν το δάνειο τους με την ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημερομηνία εκταμίευσής του μέχρι και την ολοσχερή εξόφλησή του.